- αποκρυστάλλωση
- [-ις (-εως)] η1) кристаллизация; 2) перен. окончательное формирование, формулировка (мнения и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκρυστάλλωση — η 1. η μεταβολή κάποιου πράγματος σε κρύσταλλο 2. η κατάληξη σε σαφή και οριστική γνώμη («αποκρυστάλλωση ιδεών, αποφάσεων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκρυσταλλώ, ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
αποκρυστάλλωμα — το 1. αποκρυστάλλωση 2. αποκρυσταλλωμένο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκρυσταλλώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek
γραφίτης — Άνθρακας που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα και εμφανίζεται στη φύση ως ένα μολυβδότεφρο ορυκτό με μεταλλική λάμψη. Πολύ σπάνια βρίσκεται σε κρυστάλλους καλά ανεπτυγμένους· συχνότερα έχει τη μορφή λεπιών ή βρίσκεται σε μικροκρυσταλλικά,… … Dictionary of Greek
ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή … Dictionary of Greek
κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Θεοφάνης Στρελίτζας — (16ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος, ο επιλεγόμενος Μπαθάς και Κρης. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της κρητικής σχολής (1559). Ύστερα από έναν γάμο από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Συμεών και τον Νεόφυτο, μοναχούς και ζωγράφους … Dictionary of Greek
αποκρυσταλλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. δίνω σε κάτι κρυσταλλική μορφή: Άλλοτε πουλούσαν ζάχαρη αποκρυσταλλωμένη. 2. καταλήγω σε κάτι σαφές και οριστικό: Στο θέμα αυτό έχω πια αποκρυσταλλώσει γνώμη. Ουσ. αποκρυστάλλωση, η και αποκρυστάλλωμα, το ατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)